τετραγωνότης

τετραγωνότης
τετραγων-ότης, ητος, ,
A rectangular shape, Antyll. ap. Orib.45.25.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τετραγωνότης — ητος, ἡ, Α [τετράγωνος] το ορθογώνιο σχήμα («τῆς τετραγωνότητος νοουμένης ὅλης», Άντυλ.) …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνότητος — τετραγωνότης rectangular shape fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”